- ανακαλπάζω
- ἀνακαλπάζω (Α)καλπάζω, τρέχω με καλπασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα-* + καλπάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνακαλπάζει — ἀνακαλπάζω trot pres ind mp 2nd sg ἀνακαλπάζω trot pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνακάλπασον — ἀνακάλπασον , ἀνακαλπάζω trot aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)